- ενδότερος
- -η, -ο (AM ἐνδότερος, -α, -ο)1. εσώτερος, αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότερατο εσωτερικό μιας χώρας ή τα εσωτερικά διαμερίσματα οικοδομήματοςαρχ.επίρρ. ἐνδοτέρω1. ακόμη πιο μέσα2. (για βιβλίο) κατωτέρω, παρακάτω3. φρ. α) «ἐνδοτέρω συστέλλω ἐμαυτόν» — γίνομαι υπερβολικά φειδωλόςβ) «ἐνδοτέρω τῆς χρείας προσάγομαί τινα» — αναπτύσσω στενότερες σχέσεις με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.