ενδότερος

ενδότερος
-η, -ο (AM ἐνδότερος, -α, -ο)
1. εσώτερος, αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότερα
το εσωτερικό μιας χώρας ή τα εσωτερικά διαμερίσματα οικοδομήματος
αρχ.
επίρρ. ἐνδοτέρω
1. ακόμη πιο μέσα
2. (για βιβλίο) κατωτέρω, παρακάτω
3. φρ. α) «ἐνδοτέρω συστέλλω ἐμαυτόν» — γίνομαι υπερβολικά φειδωλός
β) «ἐνδοτέρω τῆς χρείας προσάγομαί τινα» — αναπτύσσω στενότερες σχέσεις με κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • εντότερος — ἐντότερος, α, ον (Α) ενδότερος, εσώτερος …   Dictionary of Greek

  • εσώτερος — η, ο (ΑΜ ἐσώτερος, α, ον) (συγκριτ. βαθμός τού επιθ. έσω) [έσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα περισσότερο από άλλους, ο ενδότερος, ο εσωτερικότερος. επίρρ... εσώτερον και εσωτέρω (ΑΜ ἐσωτέρω) πιο μέσα, εσωτερικότερα …   Dictionary of Greek

  • ՆԵՐՔՍԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0423 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c, 11c ա.մ. ἑνδότερος, ἑσώτατος interior, intimus ἑνδοτέρως interius, alterius. Առաւել ʼի ներքս կամ ʼի մէջն եւ ʼի խորս. կարի ներքին. խորին խորագոյն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”